
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΓΓΕΡΗ ΣΤΟ ΑΓΚΑΝΤΙΡ-ΤΟ ΜΑΡΟΚΟ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ
(850 KM)
κείμενο φωτογραφίες:Γιώργος Κούκος
Στην Ταγγέρη θα μέναμε δυο μέρες και κατόπιν θα ξεκινούσαμε το ταξίδι μας για τον νότο από την παραλία και όχι από τα ηπειρωτικά όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Αυτό διότι οι πληροφορίες για το εσωτερικό μιλούσαν για πολύ υψηλές θερμοκρασίες και για ιστορίες που οι τουρίστες δεν εγκατέλειπαν τον κλιματισμό του ξενοδοχείου. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε να κάνουμε το γύρο μας με ανάποδη κατεύθυνση (αντι-ωράρια) ώστε τις μεγάλες ζέστες να τις αντιμετωπίσουμε με το ηπιότερο κλίμα τον παράλιων των Ατλαντικού και κατόπιν όταν θα είχαμε μπει στον Σεπτέμβρη να χωθούμε στο εσωτερικό. To πρόγραμμα βέβαια ανετράπει, μια και την επομένη οι Ιταλοί μας ανήγγειλαν ότι επιστρέφουν στην Ισπανία εγκαταλείποντας την περιπέτεια του Μαρόκο μια και η Ιταλίδα είχε μείνει τρεις μέρες νηστική γιατί δεν τολμούσε να βάλει στο στόμα της τίποτα μετά από αυτά που είχε δει στο σουκ. Κρίμα γιατί πέρα από την καλή παρέα χάναμε και την ασφάλεια που σου παρέχει ένα δεύτερο πλήρωμα σε περίπτωση ανάγκης.


Η άφιξη στην Θέουτα μας προσγείωσε σε έναν κόσμο καινούριο αλλά όχι πολύ διαφορετικό από αυτόν που φανταζόμαστε. Ουσιαστικά η πόλη είναι μέσα σε μια μάντρα που στην πόρτα της ήταν το τελωνείο του Μαρόκο. Φτάσαμε μεσημέρι με αρκετή ζέστη και μια μεγάλη ουρά από αυτοκίνητα περιμένανε τις διαδικασίες. Μας πλησιάσε αμέσως ένας τύπος που μας συστήθηκε σαν υπάλληλος και που ανέλαβε να μας διεκπεραιώσει την είσοδο μας καθώς και της μηχανής, στην χώρα. Δεν φέραμε αντίρρηση γιατί τα γαλλικά μας ήταν ανύπαρκτα ενώ αυτός μιλούσε λίγα αγγλικά. Μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ήρθαν άλλες δυο μηχανές με Ιταλούς, μάλιστα η μία ήταν σαν την δικιά μας με ένα ζευγάρι από την Σαρδηνία. Αποφασίσαμε αμέσως ότι θα μπαίναμε μαζί στο Μαρόκο και θα κάναμε ένα κομμάτι της διαδρομής από κοινού.

Ταγγέρη
Αφού τέλειωσε η διαδικασία ολονών ξεκινήσαμε για την Ταγγέρη που την ξέραμε μόνο από τα τραγούδια. Φτάνοντας στην πόλη μας πλεύρισε ο πρώτος “Τσιτσερόνε” και αφού καβάλησε την μηχανή του Ιταλού που ήταν μόνος του μας οδήγησε σε ένα πολύ ωραίο κάμπινγκ. Εκεί μας περιέλαβε ένας άλλος που αφού μας συστήθηκε σαν ιδιοκτήτης (την άλλη μέρα μας είπε ότι ήταν απλός γνωστός του ιδιοκτήτη) μας είπε ότι αφού τακτοποιηθούμε θα μας ξεναγούσε στην πόλη.
Πράγματι μας πήγε σε ένα ωραίο “μαγαζί” με καλό φαγητό και ζωντανή μουσική και χορό. Μια πολύ ωραία βραδιά που ήταν ό,τι έπρεπε για να ξεκινήσει η περιπέτεια μας σε αυτή την άγνωστη χώρα.







Το βράδυ είχαμε άλλη μια ωραία εμπειρία όταν πηγαίνοντας σε ένα κέντρο που είχαμε εντοπίσει από το πρωί διαπιστώσαμε ότι δεν μπορούσαν να μπουν οι άντρες παρά μόνο οι γυναίκες, διότι γινότανε ένας γάμος και στο συγκεκριμένο μαγαζί διασκέδαζαν οι θηλυκοί προσκεκλημένοι. Οι άντρες διασκέδαζαν σε ξεχωριστό μαγαζί και σύμφωνα με το έθιμο προς το τέλος του γλεντιού ο γαμπρός με τον κουμπάρο θα έπρεπε να φύγουν και να ψάξουν να βρουν που διασκέδαζαν οι γυναίκες για να μπορέσει να πάρει την νύφη. Το ίδιο έθιμο το συναντήσαμε χρόνια αργότερα στην Δαμασκό και θα μιλήσουμε εκτενέστερα σε αυτό το ταξίδι διότι τότε ήμουν προετοιμασμένος και κατάφερα να στείλω μια μαθήτρια μου στο γλέντι και η οποία μας έφερε εντυπωσιακές και αποκαλυπτικές φωτογραφίες για το πως διασκεδάζουν οι μουσουλμάνες. Προς το παρόν μείναμε μόνο με τις αφηγήσεις των δυο γυναικών μας που τους επέτρεψαν να μπουν μέσα και να δούνε. Εμείς αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε στην προτροπή ενός άλλου “κράχτη” και να τον ακολουθήσουμε σε ένα άλλο χώρο που αποκλείεται να βρίσκαμε μόνοι μας. Ένας εκπληκτικό χώρος, σκοτεινός και έρημος που μόλις εμφανιστήκαμε φωτίστηκε και γέμισε γκαρσόνια, μαγείρους και μια ολόκληρη ορχήστρα. Τα χάσαμε! Αλλά ήμασταν αποφασισμένοι να ακολουθήσουμε ό,τι και να γινότανε. Μια βραδιά σε έναν εκπληκτικό χώρο με εξαιρετικά φαγητά που δεν μπορέσαμε να ξανά δοκιμάσουμε στην υπόλοιπη εκδρομή μας μιας και ήταν πολύπλοκα στην παρασκευή τους. Το ότι ήμασταν όμως οι μοναδικοί πελάτες σε έναν τέτοιο χώρο με διάφορες σκιές που εμφανιζόντουσαν πίσω από καφασωτά δεν μας άφησαν να χαλαρώσουμε και να το απολαύσουμε όπως έπρεπε. Πόσο έχω μετανιώσει για όλο αυτό.





Θα μιλήσω ιδιαίτερα για αυτόν τον φόβο που μας ακολουθούσε σε όλο το ταξίδι και μας εμπόδισε να γνωρίσουμε το Μαρόκο σε βάθος. Οι λιγοστές πληροφορίες που είχαμε από πρώτο χέρι για αυτή τη χώρα είχανε έναν κοινό τόπο. Να ήμαστε προσεκτικοί να μην μας εξαπατήσουν. Και εμείς σαν γνήσιοι Έλληνες που ξέραμε τι σημαίνει να εξαπατείς τουρίστα καταφέραμε να μην μας πιάσουν κορόιδο σε όλο το ταξίδι. Δυστυχώς αυτή μας η “μαγκια” αποδείχτηκε καταστροφική. Κάναμε ένα ταξίδι μοναδικό χωρίς όμως να μπορέσουμε να απολαύσουμε όλα αυτά τα διαφορετικά που το Μαρόκο είχε να μας γνωρίσει. Θα συμβούλευα λοιπόν όποιον κάνει ένα τέτοιο ταξίδι να επιτρέψει στον εαυτό του να “πιαστεί κορόιδο” ενσυνείδητα γιατί εμείς ξοδέψαμε αρκέτα “ντίρχαμ” και πήραμε πολύ λίγα ,ενώ αν είχαμε αφήσει να μας φάνε λίγα ακόμα, θα είχαμε πάρει απείρως περισσότερα. Αυτό είναι ο μόνος λόγος που θα ήθελα να ξανάγυρίσω στο Μαρόκο, το οποίο είναι η μόνη χώρα απ’όσες έχω πάει, που δεν πεθαίνω να ξαναπάω και αυτό γιατί σε όλο το ταξίδι είχα να αντιμετοπίσω τις αφόρητα πιεστικές προσφορές των διαφόρων “Τσιτσερόνε”, αλλα ακόμα χειρότερο, για ένα φωτογράφο σαν κι εμέναείναι να μην τολμάς να σηκώσεις την μηχανή να κάνεις ένα κλικ και αμέσως να ξεπροβάλει από το πουθενά κάποιος και να απαιτεί λεφτά διότι δήθεν έχει κάποια δικαιώματα περιουσιακά πάνω σε αυτό που φωτογράφισες. Αν λοιπόν ξανάπάω θα υπολογίσω στο μπάτζετ και ένα μικρό ποσό (οι απαιτήσεις τους δεν ήταν μεγάλες) για κάποιον,διαφορετικόν φυσικά σε κάθε πόλη, ο οποίος θα με συνοδεύει στις βόλτες μου και θα μου ανοίγει όλες τις “πόρτες”. Το κατάλαβα προς το τέλος του ταξιδιού και το εφήρμοσα με μεγάλη επιτυχία όχι όμως χωρίς κούραση, όπως θα σας διηγηθώ πιο κάτω.


JADIDA
α “βρώμικα”


ESSAOUIRA
Επόμενη στάση η πανέμορφη Essaouira όπου και εδώ μείναμε πάλι σε ξενοδοχείο, λόγω ελείψεως κάμπινγκ, που το μπαλκόνι του έβλεπε τον Ατλαντικό. Μόνο που δεν μένεις στο δωμάτιο σου όταν είσαι σε μια τέτοια πόλη που τόσοι και τόσοι σκηνοθέτες έχουν χρησιμοποιήσει σαν ντεκόρ για τις ταινίες τους ειδικά το κάστρο με τα κανόνια. Ο πρώτος που μας έρχεται στο μυαλό είναι ο Όρσον Γουέλς με την περίφημη σκηνή στο άνοιγμα του Οθέλλου που γυρίστηκε σε αυτό εδώ το κάστρο. Την εποχή εκείνη δεν είχαν ανακαλύψει την πόλη, όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες και οι μποέμ που εγκαταστάθηκαν εκεί και την έχουν μετατρέψει σε ένα κοσμποπολίτικο καλιτεχνικό κέντρο. Εδώ ξεκίνησε δώδεκα χρόνια μετά το περίφημο φεστιβάλ Gnawa Musiques du Monde.( Μουσική του Κόσμου). Για τέσσερις μέρες ολόκληρη η πόλη γίνεται μια σκηνή που πλημυρίζει από την Αφρικανική μουσική γκνάουα, σε συνδυασμό με διάσημες ορχήστρες jazz http://www.festival-gnaoua.net. Φέτος βρισκόμαστε στην 17η έκδοση του και έγινε από τις δώδεκα εώς δεκαπέντε ιουνίου 2014.
Πέρα από το φεσβιβάλ υπάρχουν ένα σωρό δραστηριότητες όπως σερφ για τα κύμματα του ατλαντικού και γουρούνες και καμήλες για την άμμο που για να μαι ειλικρινής θεωρώ τυχερό που τότε αυτά ήταν άγνωστα και μπόρεσα και γνώρισα μια πανέμορφη πόλη σε όλη της την αυθεντική ατμόσφαιρα χωρίς το ξεπούλημα στον δυτικό πολιτισμό.








AGADIR
Φεύγωντας από την Εζαουΐρα, συνεχίσαμε παραλιακά για τον τελευταίο μας προορισμό στις όχθες του Ατλαντικού, για αυτό που σήμερα θεωρείται ίσως το μεγαλύτερο θέρετρο του Μαρόκο στον Ωκεανό. Το Agadir που το 1960 καταστράφηκε από τον σεισμό και μόλις είχε αρχίσει να ξανά χτίζεται πάνω σε σύγχρονες βάσεις με πρώτο λόγο τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, μια και διαθέτει μια απο τις μεγαλύτερες παραλιακές αμμουδιές. Φτάνοντας στην πόλη από βόρεια συναντήσαμε αμέσως αριστερά στα πρόθυρα της πόλης του κάμπινγκ d’ Agadir που απ΄ότι βλέπουμε στο Google έχει παραμείνει ίδιο, ακόμα και σήμερα.
Το πρώτο μας μέλημα ήταν να εντοπίσουμε και εδω τα βρώμικα. Το βρήκαμε στην παραλία, που αλλού, δίπλα στην ψαραγορά και στα ψαροκάικα. Στη βόρεια άκρη της απέραντης αμουδιάς, τι καλύτερο, μπάνιο και αμέσως δίπλα φαΐ. Οι ημέρες μας μοιράστηκαν σε πρωινές βόλτες στην παλιά πόλη, την Μεντίνα όπως την έλεγαν και την αγορά (Σουκ). Νωρίς το απόγευμα μπάνιο, και το βραδάκι βόλτα στα μπαράκια της νέας πόλης.
Και εδώ γίνονται πολλά φεστιβάλ όπως το φεστιβάλ μουσικής Τιμιτάρ μια προσπάθεια όχι μόνο να διασωθεί αλλα και να γνωρίσουμε τον πολιτισμό των Βερβέρων όπου η μουσική τους υποδέχεται τους μουσικούς του κόσμου. Τότε βέβαια δεν υπήρχε τίποτα απ΄όλα αυτά.




Η ατελείωτη παραλία του Αγκαντίρ.Μόλις έγερνε ο ήλιος,βάζαμε… μπουφάν !!
Ο χώρος πού λατρέψαμε.Τα “βρώμικα” του Μαρόκου.Διπλα στα υπαίθρια υποτυπώδη “ψητοπωλεία” η κεντρική ψαραγορά.Οχι πια άλλη σαρδέλλα.Διαλέξαμε την φρεσκότατη ψαρούκλα μας,τα λαχανικά μας.και μας την έψησαν.Πίσω μας η βρύση με τις πετσέτες,καθώσον οι Άραβες τρώνε με τα χέρια (και στα καλά εστιατόρια).Και μετά μιά προσευχή!!






Εδώ μπήκε το μεγάλο δίλλημα, εαν την τελευταία μέρα που ήταν Παρασκευή θα συνεχίζαμε νότια μέχρι την Guelmin όπου αυτήν την ημέρα, κάθε βδομάδα γίνοταν το μεγάλο καμηλοπάζαρο με τα καραβάνια των Βέρβερων που έφταναν ως εδώ έχωντας διασχύσει την έρημο. Τα χιλιόμετρα όμως ήταν πολλά (420km πήγαινε-έλα) μια και έπρεπε να επιστρέψουμε πάλι στο Agadir γιατί από δω θα έπρεπε να πάμε ανατολικά προς την Quarzazate επιπλέον, η διαδρομή από δω και μπρος θα ταν τελείως διαφορετική μια και θα αφήναμε πλέον τον πολιτισμό των παραλίων για να χωθούμε στην άγονη κοιλάδα ανάμεσα στους δυο άτλαντες και να φτάσουμε στο Quarzazate (400km), μια πόλη που αναφερόταν σαν όαση στα πρόθυρα της Σαχάρας. Ο φόβος και η αγωνία, με χτύπησαν για δεύτερη φορά όπως ακριβως και την πρώτη στην Τουρκία όταν έπρεπε να αφήσω και εκεί τα παράλια και να χωθώ ανατολικά προς την Καπαδοκία. Τα συμπτώματα ήταν μια μορφή αφυδάτωσης με εμετούς και εκκενώσεις που όπως αποδείχτηκε στο μέλλον από άλλα ταξίδια, ήταν η σωματοποίηση του φόβου μου απέναντι στο άγνωστο, μια και από δω και μπρος δεν θα νιώθαμε την ασφάλεια που νιώθαμε στα παράλια όπου οι πόλεις ήταν η μία πίσω από την άλλη και μπορούσες να βρεις βοήθεια. Όταν μερικά χρόνια αργότερα, είδαμε την ταινία του Μπέρτολούτσι “Τσάι στην Σαχάρα” ένιωσα όλο αυτό τον φόβο που δεν είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να νιώσει στο Μαρόκο. Βλέποντας τους πρωταγωνιστές να αφήνουν τον “πολιτισμό” της Ταγγέρης για να χωθούν στην ενδοχώρα, και αναγνωρίζοντας το ίδιο τοπίο που είχα συναντήσει από το Agadir προς το Quarzazate ένιωσα έναν τρομερό φόβο για λογαριασμό τους και σκέφτηκα “Είναι τρελοί; ξέρουν τι τους περιμένει;” Θα ‘ταν καλό κάποιος να δει την ταινία για να πάρει μια γεύση του πως ήταν τα πράγματα στην πλευρά του Μαρόκο που δεν είχε φτάσει ο τουρισμός.
(συνεχίζεται με το τρίτο μέρος)