Την Ξάνθη την πρωτογνώρισα φαντάρος αρχές δεκαετίας του ’80, όταν είχε ήδη δημιουργηθεί το Πανεπιστήμιο και η πόλη έβγαινε από το λήθαργο στον οποίο βρισκόντουσαν οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Την εποχή εκείνη στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του στρατοπέδου, δεν υπήρχε ούτε ένας ραδιοφωνικός σταθμός, παρά αναμετάδοση για ελάχιστες ώρες της ημέρας από έναν αναμεταδότη του πρώτου προγράμματος της ΕΡΤ (υπήρχε πάντως και αναμεταδότης του αμερικανικού ραδιοσταθμού που στη δεκαετία του ’60 ενημέρωνε τους Έλληνες «γιεγιέδες» για τα τεκταινόμενα της ξένης μουσικής πριν από τις εκπομπές του Νίκου Μαστοράκη). Αυτό έκανε την παραμονή σε ένα τέτοιο τόπο πιο αφιλόξενη. Δε συνέβη όμως το ίδιο και με μένα που αμέσως μετά την πρώτη έξοδο στην πόλη ανακάλυψα ένα μαγευτικό άγνωστο κόσμο. Το στρατόπεδο βρισκόταν στην άκρη της πόλης και αμέσως μετά το στρατόπεδο υπήρχε το χωριό της Χρύσας απ’ όπου πριν φέξει ο ήλιος κατέβαιναν με τα πόδια οι Πομάκοι για να πάνε να δουλέψουν στα καπνοχώραφα στην ,άλλη άκρη της πόλης. Τους βλέπαμε από τη σκοπιά μες στην άγρια νύχτα και κρυώναμε για λογαριασμό τους. Κυρίως γυναίκες με μαντίλες και σαλβάρια. Σήμερα η Χρύσα έχει γεμίσει βίλες και μεζονέτες και είναι το πιο «in» προάστιο της πόλης. Ακόμη και το στρατόπεδο έχει αλλάξει χαρακτήρα μια και τα άρματα μάχης μεταφέρθηκαν σε πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις στο Πετροχώρι. Επιπλέον, από την εποχή που οι στρατιώτες βγαίνουν στην έξοδό τους με πολιτικά ρούχα άλλαξε και το προφίλ του πληθυσμού στο κέντρο της πόλης ,που μέχρι τη δεκαετία του ’80 πλημμύριζε από χακί και μαυροσκούφηδες . Τότε ο στρατός συντηρούσε τα μαγαζιά του κέντρου, ενώ σήμερα έχει προστεθεί και ο φοιτητόκοσμος. Έτσι το κέντρο γέμισε καφετέριες, μπαρ και internet café.
Αν χωθείς όμως στα ανηφορικά καλντερίμια της παλιάς πόλης δε θα βρεις καμία αλλαγή από τότε. Το μόνο που μαρτυράει την πάροδο του χρόνου είναι οι δορυφορικές κεραίες που κοιτάνε ανατολικά και τα SUV που αντικατέστησαν τα LADA έξω από τα ελληνικά σπίτια και που με μεγάλη δυσκολία βρίσκουν μια τρύπα να παρκάρουν. Στο ψηλότερο της τμήμα όμως, εκεί που υπάρχουν μόνο σπίτια Πομάκων, βρίσκεις μόνο παπάκια και ποδήλατα. Όχι ότι οι κάτοικοί τους δεν έχουν πλέον αυτοκίνητα. Θέσεις να τα παρκάρουν δεν έχουν. Αυτά τα σοκάκια πλημμυρίζουν από παιδιά με ανοιχτά πρόσωπα και μεγάλα μάτια που μαρτυρούν μια φυλή διαφορετική τόσο από τη δική μας όσο και από τη γειτονική Τουρκία που τους έχει αγκαλιάσει μια και οι τότε κυβερνήσεις τους είχαν υπό διωγμό. Γνώρισα το ’80 φοιτητές Πομάκους που σπούδαζαν στην Τουρκία. Αγόραζαν σπίτια στη γειτονική χώρα, με βαριά καρδιά, γιατί τους απαγορευόταν να αγοράσουν στην Ελλάδα. Εδώ δεν τους επέτρεπαν ούτε να επισκευάσουν τα σπίτια τους και γι’ αυτό έβλεπες συχνά σπίτια σκεπασμένα με νάιλον για να εμποδίσουν το νερό να μπαίνει μέσα. Την εποχή εκείνη η άνοδος στα Πομακοχώρια ήταν απαγορευμένη και δεν μπόρεσα ποτέ να τα επισκεφτώ. Ο διοικητής μας απαγόρευε ακόμη και να ψωνίζουμε από πομάκικα καταστήματα. Μου κακοφαινόταν και μια και ήταν πρόσφατη η διδακτορία το να φάμε το εξαιρετικό παγωτό καϊμάκι από τα «τούρκικα» μαγαζιά, όπως τα ονόμαζαν οι καραβανάδες, έμοιαζαν με πράξεις αντίστασης. Την εποχή εκείνη η πόλη είχε αρκετούς κινηματογράφους (οι περισσότεροι έκλεισαν τώρα για να ανοίξουν αιθουσες φαγητού και διασκέδασης) που έδιναν μια από τις λίγες αξιοπρεπείς διασκεδάσεις σε στρατιώτες, φοιτητές και κατοίκους. Σιγά σιγά γεννιόταν και το πολιτιστικό τμήμα με εκθέσεις, συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις του Φιλοπρόοδου Ομίλου Ξάνθης.,εκεί που γνώρισα μερικούς αξιόλογους φίλους.
Η ωραιότερη και πιο έντονη ανάμνηση που έχω από την πόλη της Ξάνθης ήταν η μυρωδιά του καμένου ξύλου το χειμώνα που τώρα έχει παραμείνει το μέσον θέρμανσης μόνο στην παλιά πόλη. Έχω πάει πολλές φορές στην Ξάνθη έκτοτε και ποτέ δε λείπω να βρεθώ εκεί Σάββατο πρωί για να κατηφορίσω στο περίφημο παζάρι της. Δεν είναι μόνο τα προϊόντα του που με ξετρελαίνουν αλλά και όλη η ατμόσφαιρα των πωλητών (στην πλειονότητα αθίγγανοι) και τα καλέσματά τους σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, πομάκικα και τούρκικα. Η αγορά είναι γεμάτη από τουρκικής προέλευσης προϊόντα και θα τη χαρακτήριζα σαν την αποθέωση του κιτς. Το μεγαλύτερο μέρος της μετακινείται και στις γειτονικές μεγαλουπόλεις τις άλλες μέρες της εβδομάδας .Τρίτη στην Κομοτηνή τότε,Σαβατο τώρα πιά,που μαζί με την Ξάνθη αποτελούν τα μεγαλύτερα παζάρια. Με περισσότερο έντονο το μουσουλμανικό στοιχείο αυτό της Κομοτηνής παρουσιάζει εξίσου μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον.
Πόρτο Λάγος
Σήμερα η Ξάνθη είναι μια μοντέρνα μεγαλούπολη εμπλουτισμένη με αυτό το στοιχείο της Ανατολής που την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες ελληνικές πόλεις. Τα αρχοντικά της είναι αυτά που της δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω από τις άλλες. Σε αντίθεση με άλλους ταξιδευτές που θέλουν να ανακαλύπτουν καινούρια μέρη, εμένα μου αρέσει να ξαναγυρίζω σε αυτά που αγαπάω. Κάποιος καθηγητής σε μαθήματα εθνογραφίας που παρακολουθούσα μας είπε ότι μια εθνογραφική έρευνα τελειώνει όταν οι πληροφορίες που συλλέγουμε αρχίζουν να επαναλαμβάνονται. Κι εγώ από την Ξάνθη κάθε φορά που πάω μαζεύω ακόμη «πληροφορίες» που σημαίνει ότι δεν την έχω ακόμη χορτάσει. Στη συνέχεια παραθέτονται διάφορες πληροφορίες και διαφορές ιστορίες που αφορούν την Ξάνθη.
Πατήστε στον κάθε τίτλο για να πάτε στο αντίστoιχο άρθρο:
Κλικ στις φωτογραφίες για μεγένθυση.