ΤΟΥΡΚΙΑ 1985-86
Παμούκαλέ
Το 1985 έκανα το πρώτο ταξίδι στα Ανατολικά με μια παρέα Ιταλών και με το θρυλικό Opel Record Caravan του 1967 (σώζεται ακόμα σήμερα). Ήταν το ταξίδι που μας άνοιξε το δρόμο για μια μεγάλη σειρά ταξιδιών σε προορισμούς που κάποιοι τότε θεωρούσα δύσκολους. Όλο το ταξίδι έγινε οδικώς με κατεύθυνση αντίθετη των δεικτών του ρολογιού με προορισμό παράλια Τροία-Πέργαμος-Αϊβαλί-Σμύρνη-Έφεσσος-Παμούκαλέ-Ικόνιο-Καπαδοκία-Καισάρια-Άγγυρα-Κωνσταντινούπολη. Η φιλική και φιλόξενη διάθεση των κατοίκων της Τουρκίας μας έδιωξε οποιοδήποτε ενδοιασμό για επόμενα ταξίδια. Δυστυχώς δεν σώθηκαν φωτογραφίες από αυτό το ταξίδι.
Τον επόμενο χρόνο η παρέα μας αρνήθηκε να μας ακολουθήσει φοβούμενη τα έξοδα και προτίμησαν ένα ελληνικό νησάκι. Έτσι αποφασίσαμε με την Ντίνα να πάμε οι δυο μας με τη μοτοσυκλέτα αυτή τη φορά κόβοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα. Ξεκίνησαμε να εξοπλίζουμε τη μοτοσυκλέτα κάνοντας αρχή από την αγορά δυο σακιδίων με εξωτερικό αλουμινένιο σκελετό, με τη σκέψη ότι οποιαδήποτε ζημιά μπορούσε να μας προκύψει θα φορτώναμε τη μηχανή και θα τη στέλναμε με κάποιο μεταφορέα στην Ελλάδα και εμείς θα συνεχίσαμε με τα σακίδια στην πλάτη. Για να επισκευαστεί μια μοτοσυκλέτα που δεν ήταν Jawa ή Mobyllete δεν υπήρχε περίπτωση διότι δεν κυκλοφορούσε τίποτε άλλο. Κατασκεύασα μια βάση για να μπαίνουν τα σακίδια εκατέρωθεν του πίσω τροχού και ήμασταν έτοιμοι.
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου τέλειωσε η Ντίνα τη διανυκτέρευση του φαρμακείου και βάλαμε τη μηχανή μέσα και αρχίσαμε να την φορτώνουμε, μια και δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσουμε φορτωμένη έξω. Πρωί, πρωί φύγαμε για Πειραία και Μπαρκάραμε σε ένα άδειο κυριολεκτικά καράβι για Λέσβο. Το βραδάκι φτάσαμε στο λιμάνι και τρομάξαμε από την ανθρωποθάλασσα που περίμενε το καράβι. Βρήκαμε ένα δωμάτιο για μια νύχτα και ψάξαμε για ένα πρακτορείο που θα μας εξασφάλιζε το πέρασμα στο Αϊβαλί. Την άλλη μέρα το πρωί ήμασταν στο τελωνείο και με φρίκη διαπιστώσαμε ότι γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος για παράνομη εξαγωγή συνναλάγματος. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουμε περισσότερο από 300 δραχμές και οι δυο μας πέρα απο τις τούρκικες λίρες που είχαμε δηλωμένα στο διαβατήριο. Αυτό ήταν καταστροφικό για εμάς διότι στην επιστροφή θέλαμε να αράξουμε για λίγο σε ένα ελληνικό νησί αλλά δεν ξέραμε σε ποιό θα μας βόλευε. Έτσι πήγαμε στο ταχυδρομείο και ταχυδρομήσαμε τις υπόλοιπες δραχμές στον εαυτό μας. Το ταξίδι ξεκίνησε με άλλη μια δυσκολία που αφορούσε έλεγχο όλων διοτί υπήρχαν απειλές για τρομοκρατική ενέργεια. Αφού μπήκαμε στο καραβάκι τέλειωσαν όλα μας τα προβλήματα και κάναμε ένα από τα πιο ήσυχα και ασφαλή ταξίδια που είχουμε κάνει.
Στο γραφικό Αϊβαλί ένιωσα ότι βρισκόμουνα σε γνώριμα νερά, από το προηγούμενο ταξίδι. Και έτσι ένιωθα υπερήφανος που μπορούσα να ξεναγώ την Ντίνα σε άγνωστα για εκείνη μέρη. Και το πρώτο πράγμα που ξεκινήσαμε σαν γνήσιοι “ταξιδιάρηδες”, ήταν οι γαστρονομικές απολαύσεις.
Αιβαλί
Σμύρνη στη συνέχεια για την πρώτη μας διανυκτέρευση στο γνωστό μας πλέον κάμπινγκ στο δρόμο για το Τσεσμέ. Μείναμε τρεις μέρες και γνωρίσαμε την πόλη αλλά κυρίως το παζάρι της. Το πρωί, που ήταν να ξεκινήσουμε ξυπνήσαμε και οι δυο με φοβερό πονόκοιλο και διάροια που ενώ στην Ντίνα πέρασε σχετικά εύκολα εμένα με εξάντλησε και δεν έλεγε να περάσει. Ανέλαβε η Ντίνα το μάζεμα της σκηνής και το φόρτωμα της μηχανής και ξεκινήσαμε για το κάμπινγκ στο Πάμουτσακ ανάμεσα σε Έφεσσο και Κουσάντασι, μια και αυτό του Κουσάντασι που είχαμε μείνει τον προηγούμενο χρόνο ήταν επιεικώς απαράδεκτο. Όσο ήμουνα στη μοτοσυκλέτα ένιωθα καλά. Μόλις σταμάταγα και κατέβαινα ένιωθα κομμάτια. Αυτό που με έκανε να νιώθω καλά ήταν οι πορτοκαλάδες που στην Τουρκία ήταν πολύ πιο νόστιμες από τις δικές μας. Φτάνωντας στο κάμπινγκ πριν το μεσσημέρι ένιωσα ότι δεν θα άντεχα να μείνω σε σκηνή και έτσι βολευτήκαμε σε μια στοιχειώδη καμπάνα. Η διάθεση μου δεν βελτιωνόταν και η Ντίνα επέμενε ότι έπρεπε να βγάλω απο μέσα μου ό,τι είχα φάει το προηγούμενο βράδυ όπως έκανε αυτή. Ήταν αδύνατον όμως να τα βγάλω παρά τα δυο λίτρα ζεστό αλατόνερο που με έβαλε και ήπια. Και σαν να μην έφτανε αυτό η Ντίνα εξαγριώθηκε όταν της είπα ότι ήθελα να φάω πατάτες τηγανητές. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο διαχειριστής του κάμπινγκ μας συνόδεψε στο ιατρικό κέντρο του Σέλτσουκ και εκεί διέγνωσαν ότι δεν είχα δηλητηρίαση αλλα αφυδάτωση. Μου συνέστησαν να πίνω Almora με το νερό και πολύ Αριάνι (Ayran). Έπαθα το ίδιο ακριβώς και τον επόμενο χρόνο στο Μαρόκο και όταν μου συνέβη τον μεθεπόμενο χρόνο στην Ινδία ένας γιατρός από την ομάδα μου εξήγησε ότι η αφυδάτωση και η δηλητηρίαση έχουν τα ίδια συμπτώματα και αυτό συμβαίνει στα ταξίδια λόγω διαφορετικής σύνθεσης νερού που πίνουμε, από το δικό μας. Είναι απαραίτητα λοιπόν τα συμπληρώματα (Almora). Για αυτό είχα τόση έντονη επιθυμία για πορτοκαλάδες και τηγανήτες πατάτες και ο οργανισμός μου αφομοίωνε το αλατόνερο αντί να με καθαρίσει.
Την άλλη μέρα φρέσκιοι και ξεκούραστοι επισκεφτήκαμε την Έφεσσο και φύγαμε για αυτό που θεωρούσα το ωραιότερο μέρος που έχω επισκεφτεί. Το Παμούκαλε.
Σμύρνη
Dereli camping-Pamucak (Kusandasi)
Έφεσσος
Κουσάντασι
Φτάνωντας στο κάμπινγκ της αρχαίας Ιεράπολις διαπιστώσαμε έντρομοι ότι έλειπαν τα πασαλάκια της σκηνής (Είχαμε βλέπετε ακόμα της καναδέζες. Η τεχνολογία των ιγκλού ήρθε τον επόμενο χρόνο στο Μαρόκο.) Και πάλι η φιλικότατοι άνθρωποι του κάμπινγκ με την προτροπή μας και αφού τους δείξαμε τα καρφιά που στερέωναν τις ξύλινες πέργκολες τους πήγαν στην πόλη και μας έφεραν “νταβανόκαρφα” που αποδείχτηκαν ιδανικά. Στήσαμε τη σκηνή ανάμεσα στις δυο πισίνες με το ιαματικό νερό, και όταν μετά από τρεις μέρες την ξεστήσαμε τα καρφιά είχανε διαβρωθεί τελείως!!!!!
Μαγικές στιγμές relax και ομορφιάς σε ένα μέρος που δεν θέλαμε να φύγουμε. Περνάγαμε όλη τη μέρα μας μουλιάζοντας μεσα στα ζεστά νερά σε γούρνες, πισίνες, ρυάκια, καράκτες και όπου αλλού βρίσκαμε. Πως να φύγεις από εκεί όταν ξέρεις ότι σε περιμένει μια δύσκολη διαδρομή μέχρι το Ικόνιο και από κει μέχρι την Καπαδοκία;
Παμούκαλέ
Γαμήλια πομπή
Φύγαμε απο πρωί για Παμουκαλέ και αφού το μεσσημέρι σταματήσαμε για φαϊ και μπάνιο σε μια λίμνη την οποία δεν μπορώ να θυμηθώ φτάσαμε αργά το βράδυ στο Ικόνιο
Ικόνιο
. Ψάξαμε κάποιο ξενοδοχείο που να έχει γκαράζ για την μοτοσυκλέτα γιατί κάμπινγκ δεν υπήρχε περίπτωση να βρούμε. Ξέραμε από προηγούμενο ταξίδι ότι η νυχτερινή ζωή των πόλεων στην Τουρκία ήταν όλη επικεντρωμένη στο “Fuari” , δηλαδή στο χώρο όπου γίνονται οι εκθέσεις (Όπως ο χώρος της ΔΕΘ). Ήταν το μέρος που πήγαμε (όπως και στη Σμύρνη) για να γνωρίσουμε την νυχτερινή της πόλης που έτσι κι αλλιώς ήταν πάρα πολύ περιορισμένη. Την άλλη μέρα επισκεφτήκαμε τον “τεκέ” προορισμός υποχρεωτικός για όποιον περνάει απο το Ικόνιο και όχι μόνο μια και για αυτό είχαμε προγραμματίσει στάση σε αυτή την ιστορική πόλη. Τεκές είναι κάτι σαν τα δικά μας μοναστήρια όπου στο συγκεκριμένο είχε έδρα το τάγμα των Δερβίσιδων του σπουδαίου Μεβλανά Ρούμι. Πρόκειται για τον πνευματικό αρχηγό των Τούρκων (Περσικής καταγωγής) σπουδαίου Μύστη και ιδρυτή του τάγματος των περιστρεφόμενων Δερβίσιδων. Δυστυχώς δεν υπήρχε δυνατότητα να παρακολουθήσουμε το χορό τους κάτι που πλέον γίνεται σαν τουριστική ατραξιόν στην Κωνσταντινούπολη (Τους είδαμε και εδώ στο Λυκαβητό) μια και το φεστιβάλ τους γίνεται προς το τέλος Δεκεμβρίου.
Ικόνιο,ο τεκές
Μετά την επίσκεψη στον χώρο που είναι κάτι σαν τη δικιά μας Τήνο για τους Τούρκους ξεκινήσαμε, μεσημέρι πλέον, για ένα μονότονο ταξίδι σε μια χέρσα πεδιάδα που θα μας έφερνε από το Ικόνιο στην Καπαδοκία. Στα μισά ακριβώς της διαδρομής, στο Σουλτανχανί, υπάρχει το καλύτερο διατηρημένο χάνι όλης της Τουρκίας. Μην ξεχνάμε ότι ήμαστε πάνω στη διαδρομή που ακολουθούσαν τα καραβάνια την εποχή εκείνη.
Σουλτανχανί Η Ντίνα αγνώριστη
Ξανά βρήκαμε τον γνώριμο φίλο μας από το προηγούμενο ταξίδι και συνεχίσαμε τη διαδρομή μέχρι το Ουργκούπ (Προκόπι) όπου θα ψάχναμε για κατάλυμα σε κάποιο σπίτι μια και ήμασταν αρκετά κουρασμένοι για να στήνουμε σκηνή στο κάμπινγκ που είχαμε πάει τον προηγούμενο χρόνο. Ο Τούρκος που μας φιλοξένησε, όταν είδε ότι ήμαστε Έλληνες μας μίλησε για το μεγάλο του παράπονο, που οι πρόγονοι του ερχόμενοι από την Ελλάδα, και βρίσκοντας τα αρχοντικά, τις εκκλησίες και τα δημόσια κτήρια που οι Έλληνες φεύγοντας άφησαν άθικτα ελπίζοντας ότι θα ξαναγυρίσουν, αυτοί τα κατέστρεψαν χωρίς να ξέρουν ότι σήμερα θα ήταν ο πλούτος της περιοχής μια και τόσοι ξένοι ερχόντουσαν πλέον να τα γνωρίσουν.
Καππαδοκία
Μείναμε δυο μέρες και περιηγηθήκαμε όλες τις “τρώγλες” (υπόσκαφτα), σπίτια και εκκλησίες μια και η περιοχή από αυτές διέθετε 365! Μία για κάθε μέρα του χρόνου. Τ’ απογεύματα κουρασμένοι καθόμασταν στην πλατεία σε κάποιο τσάει μπαξέ στην αρχή και μετά σε ταβέρνα για φαγητό. Η ατμόσφαιρα θύμιζε ελληνική επαρχία του ’50. Συχνά κοβότανε το φώς και τη βγάζαμε με κεριά και σόμπες πετρελαίου. Στο σπίτι που μέναμε υπήρχε μια σόμπα-καυστήρας που έκαιγε ξύλα, για να κάνουμε μπάνιο, κάτι που συναντούσαμε σ’ολη την Τουρκία. Αποχαιρετόντας την Καπαδοκία με κατεύθυνση το Αιγαίο, (Ταρσό και Μυρσήνη) κάναμε δυο στάσεις στο Καϊμακλί και στο Ντερινκούγιου τις δυο υπόγειες πόλεις μοναδικές στο είδος τους.
Καίμακλί και Ντερινκούγιου
Βιρανσεχίρ
Φεύγοντας από κει, περάσαμε μια δύσκολη διαδρομή με μεγάλα τμήματα χωματόδρομου μέσα από τις περίφημες πύλες της Κυλικείας. Για να κατηφορίσουμε μετά προς τη θάλασσα. Λίγο μετά τη Μυρσίνη προς τα δυτικά βρήκαμε ένα πανέμορφο κάμπινγκ ξενοδοχείο μέσα στη θάλασσα,στο Βιρανσεχίρ και στήσαμε τη σκηνή μας στο γρασίδι κάτω από ένα δέντρο. Μετά την κούραση της Καπαδοκίας δεν είχαμε διάθεση να το κουνήσουμε από εδώ. Και πάνω απ’ όλα μια θάλασσα ζεστή όπως μας αρέσει που μπαίναμε το βράδυ και κάναμε νυχτερινό μπάνιο και δεν σου έκανε καρδιά να βγείς. Εν γένει όλοι η νότια πλευρά της Τουρκίας πάνω από την Κύπρο είχε την πιο ζεστή θάλασσα που έχουμε ποτέ μας βρεί.
Αναμούρ Το κάστρο της “Μικρούλας”
Ακολουθώντας την παραλία προς τα δυτικά δεν υπήρχε τίποτα το ενδιαφέρον και κάναμε μια στάση για διανυκτέρευση και ελεύθερο κάμπινγκ δίπλα σε σκηνές άλλων Τούρκων στην παραλία της Αναμούρ που είναι το πλησιέστερο σημείο στην Κύπρος. Για τους Τούρκους δίπλα μας όπως και σε άλλες περιπτώσεις ήμασταν κάτι το πρωτόγνωρο φιλικότατοι και φιλόξενοι πρόθυμοι για κουβέντα μας προσέφεραν ένα σωρό εδέσματα. Με βαριά καρδιά αφήσαμε τη ζεστή θάλασσα και συνεχίσαμε την πορεία μας με επόμενη στάση την Αλάνυα με το κάστρο της σε ένα βράχο πάνω στη θάλασσα. Ίσως η ωραιότερη πόλη που βρήκαμε σε όλη την παραλία.
Αλάνυα
Το απογευματάκι φτάσαμε στην Ατάλεια και βρήκαμε στην παλιά πόλη μια πανσιόν με το όνομα Κλεοπάτρα. Κάποια στιγμή ακούσαμε μπάντες να παίζουνε στο δρόμο και όταν ρωτήσαμε τι συνέβαινε μας πληροφόρησαν ότι ήταν η εθνική τους γιορτή, ημέρα που πέταξαν τους Έλληνες στη θάλασσα. Όμορφη πόλη και η Ατάλεια με πολλά μνημεία από την εποχή του Ανδριανού και γραφικότατο λιμανάκι.
Γιορτασμός για το “σουνέτι” (περιτωμή) αγοριών
Αττάλεια
Ελεύθερο κάμπινγ έξω από την Αττάλεια.Υπήρχαν “Κάντιλακ” με Συριακές και Λιβανέζικες πινακίδες,σε αυτό το…”τσαντίρ μαχαλά”
Από κει και μετά είχαμε έναν πολύ άσχημο δρόμο, στο μεγαλύτερο μέρος χωματόδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο Κας. Ήταν το μόνο γραφικό ψαροχώρι που συναντήσαμε στην μέχρι τώρα διαδρομή της παραλίας. Μέχρι τώρα δεν είχαμε μπορέσει να βρούμε έστω μια ψαροταβέρνα, σε όλη την παραλία που είχαμε διανύσει. Εδώ επιτέλους βρήκαμε κάτι που έμοιαζε λιγάκι με Ελλάδα. Όχι φυσικά Αιγαίο. Θέλαμε να πάμε απέναντι στο Καστελλόριζο με ημερήσια εκδρομή αλλά ήταν αδύνατο λόγω τελωνείου μια και είχαμε εισάγει στην χώρα τη μοτοσυκλέτα. Δεν μπορούσαμε δηλαδή να αφήσουμε τη μηχανή και να πάμε εμείς με μια απο τις βάρκες που έκαναν καθημερινά τη σύντομη διαδρομή. Κρίμα γιατί δεν ξέρουμε αν θα ξαναβρεθούμε τόσο κοντά στη Μεγίστη.
Στάση σε ένα “τσάι μπαχτσέ” δίπλα σε ποτάμι.
Κας. Στο βάθος η Μεγίστη
Κας
Φεύγοντας από το Κας κάναμε μια στάση στην Oludeniz (Fethiye). Ήτανε μια πολύ όμορφη λιμνοθάλασσα, από τα ωραιότερα παραλιακά μέρη της Τουρκίας στο οποίο δυστυχώς δεν μας επέτρεψε να μείνουμε ο βροχερος καιρός. Έτσι συνεχίσαμε για τον τελικό μας προορισμό, την Αλικαρνασσό (Μπόντρουμ) απ’όπου θα ψάχναμε ένα οποιοδήποτε πλεούμενο για την απέναντι Κω.
Μαρμάρι η απογοήτευση.
Κάναμε μια μικρή παράκμαψη για να δούμε το πασίγνωστο Μαρμάρι, απέναντι από τη Ρόδο, και δεν φαντάζεστε την απαγοήτευση μας από το άγχρωμο και άγευστο χωριό που συναντήσαμε. Αντίθετα η Αλικαρνασσός μας αποζημίωσε με το παραπάνω. Στην πανσιόν που μείναμε βρήκαμε μια φιλική συμπεριφορά και οι ιδιοκτήτες ήταν θιασώτες των ελληνικών σειρών που έβλεπαν από την “ΕΠΤ” (Χρειάστηκε λίγο για να καταλάβουμε ότι αναφερόντουσαν στην EΡΤ). Όπως και στο Κας κι εδώ ακούγαμε μουσική είτε ελληνική είτε τούρκικη με γνωστές σε εμάς μελωδίες από ελληνικά τραγούδια. Ποτέ δεν καταλάβαμε ποιός αντέγραφε ποιόν.
Αλικαρνασσός
Δυο όμορφες μέρες σε ένα μέρος τουριστικό και με ένα πολύ ωραίο μουσείο μέσα στο παλιό κάστρο, που ήταν και οι τελευταίες που περνάγαμε σε αυτήν την ήπειρο. Είχαμε ήδη κανονίσει για το ναύλο μας που θα μας έφερνε πίσω στην Ελλάδα.
Φτάνοντας στη Κώ όπου θέλαμε να μείνουμε δυο, τρείς μέρες ακόμα κατευθυνθήκαμε σε ένα κάμπινγκ σχεδόν μες στην πόλη και ζητήσαμε από την ιδιοκτήτρια του να μείνουμε με πίστωση εξηγώντας της τι είχε γίνει με τα ελληνικά χρήματα που είχαμε μαζί μας. Δέχτηκε αμέσως, αρνούμενη όμως να δεχτείς να της υπογράψουμε μια συναλαγματική για τα έξοδα μας. Μας εμπιστεύτηκε τυφλά και την ευχαριστούμε για αυτήν της την συμπεριφορά. Βέβαια, το να μείνεις λίγες μέρες σε ένα νησί με ελάχιστα χρήματα (τότε δεν ήμασταν συνηθισμένοι στις πιστωτικές κάρτες, και όταν πηγαίναμε τέτοια ταξίδια το συνάλαγμα το πέρναμε για σιγουριά σε Travel Check τα οποία δεν μπορούσαν να εξαργυρωθούν στην Ελλάδα) ήταν σκληρό και δημιουργούσε μια αρνητική ψυχολογική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά γυρίσαμε όλο το νησί, κάναμε τα μπάνια μας,μελετάγαμε προσεκτικά τον κατάλογο,πρίν παραγγείλουμε και διαπιστώσαμε το τουριστικό χάος που υπήρχε τότε ανάμεσα στις δυο χώρες, σε κάθε επίπεδο και τέλος χωθήκαμε σε ένα πλοίο που μας έφερε πίσω στον Πειραιά περνώντας από μια σειρά πανέμορφα νησιά. Αυτή η αίσθηση του να μπαίνεις στο λιμάνι ενός ελληνικού νησιού, είτε να βγαίνεις, είναι από τις πιο ωραίες αναμνήσεις όλων μας των εκδρομών.
Κώς
Υ.Γ Τα μεγαλύτερα πρόβληματα που συναντήσαμε τότε στην Τουρκία ήταν δυο. Το πρώτο είχε να κάνει με την υγιεινή και τις τουαλέτες και κάπου εκεί πήραμε μια απόφαση που μας χαρακτήρησε λίγο καιρό αργότερα. Στην Τουρκία θα ξανά γυρίζαμε με δικιά μας τουαλέτα. Δηλαδή με τροχόσπιτο ή με αυτοκινούμενο, όπως και έγινε. Το δεύτερο πρόβλημα είχε να κάνει με το φαγητό, όπου στην επαρχία ήταν πάντα το ίδιο, έτσι ώστε όσο και να μας ξετρέλαινε το ντονέρ, τα κεμπάπ, τα ντολμά (γεμιστά), τα πίντε (πίτες-πεϊνιρλί) και οι διάφορες παραλλαγές της μελιτζάνας ήταν πάντα τα ίδια και το να τα τρως για είκοσι μέρες,καταντούσε κουραστικό. Η περίφημη ανατολίτικη κουζίνα βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ή στην κουζίνα των Μικρασιατισσών που γνωρίσαμε στην Ελλάδα. Όταν ζητάγαμε κάτι από αυτά που ξέραμε μας έλεγαν ότι θα τα βρούμε μόνο στην Πόλη.